- στεγανόπους
- -ουν, ΝΜΑ(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνηαρχ.αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].
Dictionary of Greek. 2013.